- ποτινίσσομαι
- Α(δωρ. τ.) προσνίσσομαι*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + νίσσομαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποτινισόμενον — ποτινίσσομαι aor part mid masc acc sg (epic doric) ποτινίσσομαι aor part mid neut nom/voc/acc sg (epic doric) ποτινίσσομαι fut part mid masc acc sg (epic doric) ποτινίσσομαι fut part mid neut nom/voc/acc sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτινίσσεται — ποτινίσσομαι pres ind mp 3rd sg ποτινίσσομαι pres ind mp 3rd sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτινίσεται — ποτινίσσομαι fut ind mid 3rd sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσνισσομένους — ποτινίσσομαι pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτινισσομένα — ποτινισσομένᾱ , ποτινίσσομαι pres part mp fem nom/voc/acc dual ποτινισσομένᾱ , ποτινίσσομαι pres part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) ποτινισσομένᾱ , ποτινίσσομαι pres part mp fem nom/voc/acc dual (epic doric) ποτινισσομένᾱ , ποτινίσσομαι… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσνίσσομαι — και δωρ. τ. ποτινίσσομαι Α (αποθ.) 1. προσέρχομαι («οἴκοθεν οἴκαδ ἀπὸ Στυμφαλίων τειχέων ποτινισσόμενον», Πίνδ.) 2. πηγαίνω κοντά, πλησιάζω 3. εισάγομαι («οὐδ ὅσ ἐς Ὀρχομενὸν ποτινίσσεται», Ομ. Ιλ.) 4. (με εχθρική σημ.) επέρχομαι, επιτίθεμαι.… … Dictionary of Greek